συνορίζομαι

συνορίζομαι
βλ. συνερίζομαι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνορίζομαι — Ν βλ. συνερίζομαι …   Dictionary of Greek

  • συνερίζομαι — ΝΜΑ, και συνορίζομαι Ν, και ενεργ. τ. συνερίζω ΜΑ [ἐρίζω] νεοελλ. μέ ενοχλούν τα λόγια ή πράξεις κάποιου και διατίθεμαι εχθρικά εναντίον του («μή τόν συνερίζεσαι, είναι επιπόλαιος, δεν είναι κακός») μσν. αρχ. ερίζω, αντιδικώ με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • συνορίζω — ΜΑ [ὁρίζω] μέσ. συνορίζομαι στοιχηματίζω («συνορισάμενος ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῑς μαντεῑον», Αισώπ. Μύθ.) αρχ. 1. περιλαμβάνω μέσα στα ίδια όρια, περιορίζω 2. (με δοτ.) συνορεύω 3. μέσ. δέχομαι ως σύνορο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”